ὁποίω

ὁποίω
ὁποί̱ω , ὁποῖος
of what sort
masc/neut nom/voc/acc dual
ὁποί̱ω , ὁποῖος
of what sort
masc/neut gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὁποίῳ — ὁποί̱ῳ , ὁποῖος of what sort masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφθείρω — (Α διαφθείρω, Μ και διαφτείρω και διαφτείρνω και διαφτέρνω) 1. (με ηθική ένν.) εξαχρειώνω, βλάπτω, κάνω κάποιον χειρότερο («τα ανήθικα αναγνώσματα διαφθείρουν τα παιδιά») 2. φθείρω με δώρα, δωροδοκώ κάποιον για να μεροληπτήσει («πολλοὺς Ἀθηναίων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”